- ομοιοκατάληχτος
- -η, -ογια στίχους, αυτός που έχει την ίδια κατάληξη με άλλον ή με άλλους στίχους, αλλ. ομοιοτέλευτος: Η στροφή αποτελείται από τρεις ομοιοκατάληχτους στίχους.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.