ομοιοκατάληχτος

ομοιοκατάληχτος
-η, -ο
για στίχους, αυτός που έχει την ίδια κατάληξη με άλλον ή με άλλους στίχους, αλλ. ομοιοτέλευτος: Η στροφή αποτελείται από τρεις ομοιοκατάληχτους στίχους.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ομοιοτέλευτος — η, ο 1. για λέξεις και φράσεις, ο ομοιοκατάληχτος. 2. ως ουσ., ομοιοτέλευτο, το σχήμα λόγου όπου δύο φράσεις συνεχείς του λόγου καταλήγουν στον ίδιο ήχο: Ας με λένε δημαρχίνα κι ας ψοφώ από την πείνα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”